- ενημερώνω
- [-ώ (ο)] μετ. ставить в известность, осведомлять, информировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενημερώνω — ενημερώνω, ενημέρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενημερώνω — (AM ἐνημερώνω και ἐνημερῶ, όω) [ενήμερος] καθιστώ κάποιον ενήμερο, γνώστη ζητημάτων, υποθέσεων ή καταστάσεων, τόν κατατοπίζω, τόν προσανατολίζω («δεν μέ ενημέρωσε έγκαιρα», «ο νέος υπουργός ενημερώθηκε στα θέματα τού υπουργείου από τον προκάτοχό… … Dictionary of Greek
ενημερώνω — ενημέρωσα, ενημερώθηκα, ενημερωμένος, μτβ., κάνω κάποιον ενήμερο, γνώστη ζητήματος, τον κατατοπίζω λεπτομερειακά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενημέρωση — η [ενημερώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ενημερώνω*, η πλήρης γνώση ενός θέματος, ο κατατοπισμός, η ενημερότητα … Dictionary of Greek
κατατοπίζω — 1. καθοδηγώ κάποιον σχετικά με τις λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, τόν προσανατολίζω, τού δείχνω τα κατατόπια ή τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει 2. μτφ. πληροφορώ λεπτομερώς, ενημερώνω, διαφωτίζω κάποιον πάνω σε κάτι που δεν γνωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μπάζω — 1. βάζω μέσα, εισάγω κάτι σε έναν χώρο («μπάζω τα παλιά πράγματα στην αποθήκη») 2. μτφ. δίνω θέση, παρέχω αρμοδιότητα («εκείνος οπού στην διεύθυνσιν τών εργασιών του μπάζει σύντροφο την γυναίκα του», Λασκαρ.) 3. (για υφάσματα, και ενδύματα)… … Dictionary of Greek
πληροφορώ — έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. 1. παρέχω πληροφορίες, ειδήσεις, ενημερώνω, γνωστοποιώ 2. παθ. πληροφορούμαι έομαι λαμβάνω ειδήσεις, μαθαίνω αρχ. 1. φέρω πλήρες μέτρο, ικανοποιώ εντελώς 2. βεβαιώνω, παρέχω πλήρη ασφάλεια 3. εκπληρώνω, εκτελώ 4. παθ. α) (για … Dictionary of Greek
σηματοδοτώ — Ν [σηματοδότης] 1. μεταδίδω σήματα 2. τοποθετώ σηματοδότηση 3. μτφ. σημαίνω, επισημαίνω, ενημερώνω … Dictionary of Greek
διαφωτίζω — διαφώτισα, διαφωτίστηκα, διαφωτισμένος, αποκαλύπτω την αλήθεια, ενημερώνω σωστά: Με διαφώτισες πραγματικά για το χαρακτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατοπίζω — κατατόπισα, κατατοπίστηκα, κατατοπισμένος, ενημερώνω, διαφωτίζω κάποιον: Τον κατατόπισε στη λειτουργία του σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπάζω — έμπασα, μπασμένος 1. βάζω κάποιον μέσα σε κάτι: Τον έμπασε στο σπίτι από το παράθυρο. 2. ενημερώνω κάποιον, μυώ: Τους έμπασε στα μυστικά του επαγγέλματος. 3. (για υφάσματα, αμτβ.) μαζεύω, στενεύω: Έμπασε το πουλόβερ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)